- ιεροποιώ
- ἱεροποιῶ, -έω (ΑΜ) [ιεροποιός]μσν.θυσιάζω κάτιαρχ.1. είμαι ιεροποιός*2. κάνω κάτι άγιο3. θεοποιώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ιεροποίημα — ἱεροποίημα, τὸ (Α) [ιεροποιώ] θυσία, προσφορά … Dictionary of Greek